μεσοβδόμαδα

μεσοβδόμαδα
επίρρ., στα μέσα της εβδομάδας: Θα τηλεφωνηθούμε μεσοβδόμαδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσοβδόμαδο — το 1. το μέσο τής εβδομάδας 2. (στην αιτ. πληθ. ως επίρρ.) μεσοβδόμαδα στα μέσα τής εβδομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + εβδομάδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”